- ξηροχειμάρρους
- ξηρο-χειμάρρους, ὁ,A dry watercourse, Hero *Geom.4.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξηροχειμάρρους — ξηροχειμάρρους, ὁ (Α) ξηρός χείμαρρος, ξεροπόταμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + χειμάρρους «χείμαρρος»] … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek